μασκαραλίκι

μασκαραλίκι
μασκαραλίκι, το και μασκαριλίκι, το
(λ. τουρκ.), ρεζιλίκι, γελοιοποίηση, εξευτελισμός: Ρεζίλεψε τους γονείς του με τα μασκαραλίκια του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασκαραλίκι — το 1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά 2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. λίκι*] …   Dictionary of Greek

  • μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • mascara — MASCARÁ, mascarale, s.f. (înv.) Bufon, paiaţă, măscărici; p.ext. om neserios, puşlama. 2. (pop.) Batjocură, ocară. ♢ expr. A face (pe cineva) de mascara = a) a face (pe cineva) de râs, de ruşine; b) a certa cu asprime, a mustra cu severitate, a… …   Dicționar Român

  • μασκάρεμα — το 1. το να φορά κανείς μάσκα, η μεταμφίεση. 2. το μασκαραλίκι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”