- μασκαραλίκι
- μασκαραλίκι, το και μασκαριλίκι, το(λ. τουρκ.), ρεζιλίκι, γελοιοποίηση, εξευτελισμός: Ρεζίλεψε τους γονείς του με τα μασκαραλίκια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.